- συνδικώ
- -έω, Α [σύνδικος]1. ενεργώ ως σύνδικος, παρουσιάζομαι σε δικαστήριο ως συνήγορος ενός διαδίκου («Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει» — ο Ζευς θα είναι συνήγορός σου σε αυτά, Ευρ.)2. (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα) είμαι δημόσιος συνήγορος.
Dictionary of Greek. 2013.